- πούρουσα
- Όρος της σανσκριτικής (= άνθρωπος) που υποδηλώνει το σύμβολο της αρσενικής πολικότητας του παγκοσμίου πνεύματος (Βράχμαν) το οποίο αναφέρεται στις Βέδες ως ο κοσμικός (δηλ. του σύμπαντος) άνθρωπος, από την αυτοθυσία του οποίου γεννήθηκαν όλα τα όντα. Στη φιλοσοφία σάμκια, ο π. είναι ο συνειδητός αδρανής ατομικός πόλος σε αντίθεση με το πρακρίτι (το αρχέγονο στοιχείο ή ύλη), δραστήριο, αλλά μη συνειδητό, από το οποίο προέρχεται ολόκληρος ο φυσικός κόσμος. Καθήκον του ανθρώπου είναι να απελευθερώσει μέσα του, μέσω της γιόγκα, τον π. από τις συνθήκες ύπαρξης που του επιβάλλει το πρακρίτι. Ο π. είναι κατά συνέπεια το πνευματικό ανθρώπινο εγώ (ατμάν) θεωρούμενο ως άτομο (ανού) που βρίσκεται στον αιθερικό χώρο (ακάσα), στο εσωτερικό της καρδιάς. Στον π. διαπιστώνεται η ταύτιση μεταξύ ανθρώπου και σύμπαντος.
Dictionary of Greek. 2013.